κίγκαλος
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Full diacritics: κίγκαλος | Medium diacritics: κίγκαλος | Low diacritics: κίγκαλος | Capitals: ΚΙΓΚΑΛΟΣ |
Transliteration A: kínkalos | Transliteration B: kinkalos | Transliteration C: kigkalos | Beta Code: ki/gkalos |
A v. κίγκλος.
[Seite 1436] ὁ, = κίγκλος, w. m. s.
κίγκαλος: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κίγκλος.
κίγκαλος, ὁ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «κίγκλος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίγκλος.