κατάνευσις
From LSJ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
English (LSJ)
εως, ἡ, A assent, J.AJ17.9.5; αἰτήσεων ibid. (pl.).
German (Pape)
[Seite 1365] ἡ, das Zunicken, Bewilligen, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
κατάνευσις: -εως, ἡ, ἡ διὰ τοῦ νεύματος συγκατάθεσις, ἀποδοχή, συναίνεσις, Εὐστ. Πονημάτ. 80. 5.