κατάθραυστος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A broken in pieces, f.l. in Dsc.5.87.
Greek (Liddell-Scott)
κατάθραυστος: -ον, κατατεθραυσμένος εἰς τεμάχια, Διοσκ. 5. 102.
Greek Monolingual
κατάθραυστος, -ον (Α) καταθραύω
σπασμένος σε κομμάτια.
Full diacritics: κατάθραυστος | Medium diacritics: κατάθραυστος | Low diacritics: κατάθραυστος | Capitals: ΚΑΤΑΘΡΑΥΣΤΟΣ |
Transliteration A: katáthraustos | Transliteration B: katathraustos | Transliteration C: katathrafstos | Beta Code: kata/qraustos |
ον, A broken in pieces, f.l. in Dsc.5.87.
κατάθραυστος: -ον, κατατεθραυσμένος εἰς τεμάχια, Διοσκ. 5. 102.
κατάθραυστος, -ον (Α) καταθραύω
σπασμένος σε κομμάτια.