κηκίδιον
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
τό, A ink-gall, Philum. ap. Aët.16.117(107), Hdn.Epim.65, Eust.956.1: used as yellow dye, written κικίδιον, Ps.-Democr. ap. Zos.Alch.p.160 B.
German (Pape)
[Seite 1430] τό, dim. von κηκίς, Galläpfelchen; Hdn. epim. 65; Eust. 955, 64.
Greek (Liddell-Scott)
κηκίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κηκίς· ― «κηκίδιον, ὁ καρπὸς τῆς κυπαρίττου» Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 65, ἐξ οὗ κατασκευάζεται τὸ πρὸς γραφὴν μέλαν, Εὐστ. 956. 1· πρβλ. κηκὶς ΙΙ.