στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Full diacritics: κνίκιον | Medium diacritics: κνίκιον | Low diacritics: κνίκιον | Capitals: ΚΝΙΚΙΟΝ |
Transliteration A: kníkion | Transliteration B: knikion | Transliteration C: knikion | Beta Code: kni/kion |
τό, A v. κνήκιον. κνικνίκος v. κνῆκος
[Seite 1461] τό, eine Kleeart, Diosc.
κνίκιον, τὸ (Α)
κνήκιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κνήκιον (βλ. λ. κνῆκος)].