κροκοδιλιάς
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
άδος, ἡ, = foreg., ib.565; A ἀρτεμισία κ. Alex.Trall.Febr.6.
Greek Monolingual
κροκοδιλιάς, -άδος, ἡ (Α)
κροκοδίλεον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + επίθημα -ιάς (πρβλ. ιερακ-ιάς, νησ-ιάς)].