κυνόλυσσος
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
or κῠνό-λυσσον, ὁ or τό, A hydrophobia, Andreasap.Cael.Aur.CP3.98.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνόλυσσος: -ον, λυσσῶν ὡς δηχθεὶς ὑπὸ λυσσῶνος κυνός, Ἀνδρέας Ἰατρ.
Greek Monolingual
κυνόλυσσος, ὁ, και κυνόλυσσον, τὸ (Α)
υδροφοβία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -λυσσος (< λύσσα)].