κωλυτέον
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
A one must hinder, X.Hier.8.9, Gal.10.649, al. 2 κωλῡ-τέος, α, ον, to be hindered or stopped, Hp.Art.58, D.H.10.40.
Greek (Liddell-Scott)
κωλῡτέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ κωλύειν, Ξεν. Ἱέρων 8, 9. 2) κωλυτέος, α, ον, ὃν δεῖ κωλύειν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 825.
Greek Monotonic
κωλῡτέον: ρημ. επίθ. του κωλύω, αυτό που πρέπει να κρύψει, σε Ξεν.