κωνοκόλουρος
From LSJ
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
English (LSJ)
ὁ, A = κολουρόκωνος, Hero Metr.3.22.
Greek Monolingual
κωνοκόλουρος, ὁ (Α)
κόλουρος κώνος, κολουρόκωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶνος + κόλουρος.