λευκόσαρκος
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
ον, A with white flesh, Xenocr. ap. Orib.2.58.44, Epaenet. ap. Ath.7.312b.
German (Pape)
[Seite 35] von weißem Fleisch, bei Ath. VII, 312 b.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόσαρκος: -ον, ἔχων λευκὴν σάρκα, Ξενοκρ. περὶ τῆς ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. τροφ. 38, Ἀθήν. 312Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λευκόσαρκος, -ον)
αυτός που έχει λευκή σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) + -σαρκος (< σάρξ, -αρκός)].