μυληβόρος

From LSJ
Revision as of 14:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠληβόρος Medium diacritics: μυληβόρος Low diacritics: μυληβόρος Capitals: ΜΥΛΗΒΟΡΟΣ
Transliteration A: mylēbóros Transliteration B: mylēboros Transliteration C: mylivoros Beta Code: mulhbo/ros

English (LSJ)

ον, A millstone-eating, μυὸς οἷα μυληβόρου Nic.Th.446 (οἷ' ἀμυληβόρου cj. Schneid.).

German (Pape)

[Seite 217] Nic. bei Schol. Il. 8, 178, die Mühle benagend.

Greek Monolingual

μυληβόρος, -ον (Α)
αυτός ο οποίος τρώγει τον σίτο ή το αλεύρι που βρίσκονται στον μύλο («μυὸς οἷα μυληβόρου», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + -βόρος (< βορά), πρβλ. κουρο-βόρος].