μεσόβραχυς
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
υ, A having a short syllable in the middle, name of the foot, Diom.p.481 K.
Greek (Liddell-Scott)
μεσόβραχυς: ποὺς ἐν τῇ μετρ. ἐκ δύο μακρῶν καὶ βραχείας καὶ δύο μακρῶν, χρόνων ἐννέα, Diom. ἐν Gram. Lat. ed. Keil I, σ. 481.
Greek Monolingual
μεσόβραχυς, -υ (Α)
(για μετρικούς πόδες) αυτός που αποτελείται από δύο μακρές, μία βραχεία, δύο μακρές συλλαβές, δηλ. --∪--.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + βραχύς.