στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Full diacritics: μονάξ | Medium diacritics: μονάξ | Low diacritics: μονάξ | Capitals: ΜΟΝΑΞ |
Transliteration A: monáx | Transliteration B: monax | Transliteration C: monaks | Beta Code: mona/c |
A v. μουνάξ.
μονάξ: ἴδε μουνάξ.
ion. μουνάξ;
adv.
isolément.
Étymologie: μόνος.
μονάξ: ион. μουνάξ adv.
1) отдельно, особо (ὀρχήσασθαι Hom.);
2) в одиночку (κτεινόμενοι Hom.).