ναύφαρκτος
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
A v. ναύφρακτος.
Greek (Liddell-Scott)
ναύφαρκτος: ἴδε ναύφρακτος.
Greek Monolingual
ναύφαρκτος, -ον (Α)
βλ. ναύφρακτος.
Greek Monotonic
ναύφαρκτος: βλ. ναύφρακτος.
Russian (Dvoretsky)
ναύφαρκτος: v. l. = ναύφρακτος.