νεόψηφος
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
ον, A calculated in a fresh way, prob. for νεόνυμφον in Suet.Ner.39.
Greek Monolingual
νεόψηφος, -ον (Α)
αυτός που υπολογίστηκε με νέο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ψῆφος.