νηριτόμυθος
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
ον, A = πολύμυθος, Id.
Greek Monolingual
νηριτόμυθος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πολύμυθος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήριτος «αναρίθμητος» + μῦθος (πρβλ. ηπιό-μυθος, ποικιλό-μυθος)].