οἰκουροκαθέδριος Search Google

From LSJ
Revision as of 16:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

βίος, A home-keeping and sedentary life, Tz.H.1.287.

Greek Monolingual

οἰκουροκαθέδριος, -ον (Μ)
φρ. «οικουροκαθέδριος βίος» — μονήρης βίος, οικιακός βίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκουρός «αυτός που μένει στο σπίτι» + καθέδριος «καθιστικός»].