οὐλαφηφόρος
From LSJ
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
English (LSJ)
ὁ, A undertaker, corpse-carrier, Call.Iamb.1.234.
Greek Monolingual
οὐλαφηφόρος, ὁ (Α)
αυτός που μεταφέρει νεκρό, νεκροφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὔλαφος + -φόρος].