οὐλαφηφόρος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, undertaker, corpse-carrier, Call.Iamb.1.234.
Greek Monolingual
οὐλαφηφόρος, ὁ (Α)
αυτός που μεταφέρει νεκρό, νεκροφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὔλαφος + -φόρος].
Full diacritics: οὐλᾰφηφόρος | Medium diacritics: οὐλαφηφόρος | Low diacritics: ουλαφηφόρος | Capitals: ΟΥΛΑΦΗΦΟΡΟΣ |
Transliteration A: oulaphēphóros | Transliteration B: oulaphēphoros | Transliteration C: oulafiforos | Beta Code: ou)lafhfo/ros |
ὁ, undertaker, corpse-carrier, Call.Iamb.1.234.
οὐλαφηφόρος, ὁ (Α)
αυτός που μεταφέρει νεκρό, νεκροφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὔλαφος + -φόρος].