πρόμετρος

From LSJ
Revision as of 22:39, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόμετρος Medium diacritics: πρόμετρος Low diacritics: πρόμετρος Capitals: ΠΡΟΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: prómetros Transliteration B: prometros Transliteration C: prometros Beta Code: pro/metros

English (LSJ)

ον, A = μακρός, Sm.2 Ki. 21.20. II πρόμετρον, τό, previous measure, of a unit, Syrian. in Metaph.134.26.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρόμετρος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πρόμετρο
το ακραίο τμήμα του σχοινιδίου του δρομομέτρου τών πλοίων
αρχ.
1. μακρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόμετρον
η προηγούμενη μονάδα μέτρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. επί-μετρος].