πτωχοτρόφος

From LSJ
Revision as of 22:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωχοτρόφος Medium diacritics: πτωχοτρόφος Low diacritics: πτωχοτρόφος Capitals: ΠΤΩΧΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: ptōchotróphos Transliteration B: ptōchotrophos Transliteration C: ptochotrofos Beta Code: ptwxotro/fos

English (LSJ)

(parox.), ον, A supporting the poor, Cod.Just.1.3.41.13, Just.Nov.120.6.2.

German (Pape)

[Seite 813] Bettler, Arme nährend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πτωχοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων πτωχούς· ὅθεν πτωχοτροφέω, τρέφω πτωχούς· καὶ πτωχοτροφία, ἡ, τὸ τρέφειν πτωχούς, Γρηγ. Ναζ. Ἐπιστ. 8, ὁ αὐτ. τ. 2, σ. 19, 1, σ. 257.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. αυτός που περιθάλπει φτωχούς
2. το αρσ. ως ουσ. ο διαχειριστής της περιουσίας πτωχοτροφείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος].