κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Full diacritics: πτωχότης | Medium diacritics: πτωχότης | Low diacritics: πτωχότης | Capitals: ΠΤΩΧΟΤΗΣ |
Transliteration A: ptōchótēs | Transliteration B: ptōchotēs | Transliteration C: ptochotis | Beta Code: ptwxo/ths |
ητος, ἡ, A poverty, dub. in Ostr.Strassb.794.
πτωχότης: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ πτωχός, Ἑρμᾶς ἔκδ. Ang. et Dind. σ. 21, 33.
-ητος, ἡ, Μ πτωχός
η ιδιότητα, η κατάσταση του φτωχού, η φτώχεια.