στεφανωτής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who crowns, Hdn.Epim.211.
German (Pape)
[Seite 940] ὁ, der Kränzende, Hdn. epimer. 211.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ [[στεφανῶ, -ώνω]]
αυτός που στεφανώνει.
Full diacritics: στεφᾰνωτής | Medium diacritics: στεφανωτής | Low diacritics: στεφανωτής | Capitals: ΣΤΕΦΑΝΩΤΗΣ |
Transliteration A: stephanōtḗs | Transliteration B: stephanōtēs | Transliteration C: stefanotis | Beta Code: stefanwth/s |
οῦ, ὁ, A one who crowns, Hdn.Epim.211.
[Seite 940] ὁ, der Kränzende, Hdn. epimer. 211.
ο, ΝΑ [[στεφανῶ, -ώνω]]
αυτός που στεφανώνει.