συντομίζω
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Full diacritics: συντομίζω | Medium diacritics: συντομίζω | Low diacritics: συντομίζω | Capitals: ΣΥΝΤΟΜΙΖΩ |
Transliteration A: syntomízō | Transliteration B: syntomizō | Transliteration C: syntomizo | Beta Code: suntomi/zw |
A = συντέμνω, Suid.
συντομίζω: συντέμνω, Σουΐδ. ἐν λ. συντόμισον, Φώτ.
Α σύντομος
(κατά το λεξ. Σούδα) «συντέμνω, συνάγω συντόμως».