τυντλώδης

From LSJ
Revision as of 13:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυντλώδης Medium diacritics: τυντλώδης Low diacritics: τυντλώδης Capitals: ΤΥΝΤΛΩΔΗΣ
Transliteration A: tyntlṓdēs Transliteration B: tyntlōdēs Transliteration C: tyntlodis Beta Code: tuntlw/dhs

English (LSJ)

ες, A muddy, λόγος (οἷον πεπατημένος καὶ κοινός) Com.Adesp.909.

Greek (Liddell-Scott)

τυντλώδης: -ες, (εἶδος) πηλώδης, λασπώδης, «τυντλώδης καὶ ληρώδης λόγος, οἷον ὁ πεπατημένος καὶ κοινός· τύντλος γὰρ ὁ πεπατημένος πηλὸς» Α. Β. 65, 15.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α τύντλος)
1. (κατά το λεξ. Σούδα) λασπώδης
2. μτφ. (κατά τον Φρύν. στα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «τυντλώδης και ληρώδης λόγος, οἷονπεπατημένος καὶ κοινός
τύντλος γὰρ ὁ πεπατημένος πηλός».