χαλκωματουργός
From LSJ
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
English (LSJ)
ὁ, A maker of bronze plates, PRyl.397.3 (iii A. D.).
Greek Monolingual
και χαλκοματουργός, ὁ, ΜΑ
χαλκουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλκωμα, -ώματος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].