ἀλύτης

From LSJ
Revision as of 17:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλύτης Medium diacritics: ἀλύτης Low diacritics: αλύτης Capitals: ΑΛΥΤΗΣ
Transliteration A: alýtēs Transliteration B: alytēs Transliteration C: alytis Beta Code: a)lu/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A police-officer at Olympic games (and elsewhere), Inscr.Olymp.483, EM72.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλύτης: -ου, ὁ, ὁ κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας φυλάττων τὴν τάξιν, «Ἠλεῖοι... τοὺς ῥαβδοφόρους ἢ μαστιγοφόρους παρὰ τοῖς ἄλλοις καλουμένους, ἀλύτας καλοῦσι», Ἐτυμ. Μ. 72. 12, Λατ. lictor: ὁ ἄρχων αὐτῶν ἐκαλεῖτο ἀλυτάρχης, καὶ ἔργον αὐτοῦ ἦτο νὰ φροντίζῃ περὶ τῆς εὐκοσμίας ἐν γένει τῶν ἀγώνων, Λουκ. Ἑρμότ. 40, Συλλ. Ἐπιγρ. 3170: εὕρηται καὶ ἀλύταρχος, Μαλ. 417.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): tb. ἀλλύτης Ἀρχ.Ἐφ. 1905.255 (Olimpia III d.C.)
policía en los juegos Olímpicos IO 483, cf. EM 960.

• Etimología: Tal vez de *Ϝαλυτᾱς ‘portador de un garrote’, si es correcta la aproximación a gót. walus ‘garrote’; cf. lat. uallus ‘palo’.

Greek Monolingual

ἀλύτης, ο (Α)
αυτός που επέβλεπε για την τήρηση της τάξεως κατά τους ολυμπιακούς αγώνες (οι ἀλύται ήσαν άνδρες ραβδοφόροι ή μαστιγοφόροι και είχαν επικεφαλής τον αλυτάρχη).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης προελεύσεως. Κατά μία άποψη είναι πιθ. να πρόκειται για λ. ιλλυρική. Κατ’ άλλη άποψη, η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. Fαλυ-τᾶς «ραβδοφόρος» και θεωρείται συγγενής με το γοτθ. walus «ράβδος», καθώς και με το αρχ. σκανδ. volr «κυλινδρική ράβδος».
ΣΥΝΘ. αρχ.-μσν. ἀλυτάρχης].