ἀναθεματικός
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
ή, όν, A = ἀναθηματικός, πίνακες Roussel Cultes Égyptiens 222 (Delos, ii B. C.), D.S.31.8.
German (Pape)
[Seite 188] schlechte F. für ἀναθηματικός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθεματικός: -ή, -όν, ἀδόκιμος τύπος ἀντί ἀναθηματικός, Γραμμ.: - ὡσαύτως, ἀναθεματιαῖος, α, ον, Σχόλ. εἰς Ἰλ., ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 543.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
votivo ὑποδήματα ID 1442B.33, πινάκια ID 1442B.46 (II a.C.), D.S.31.8, ἐγκαύματα Ps.Dicaearch.1.8, cf. Sch.Il.9.122, Sch.Gen.Il.23.885.