ἀνισόπλευρος

From LSJ
Revision as of 19:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῐσόπλευρος Medium diacritics: ἀνισόπλευρος Low diacritics: ανισόπλευρος Capitals: ΑΝΙΣΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: anisópleuros Transliteration B: anisopleuros Transliteration C: anisoplevros Beta Code: a)niso/pleuros

English (LSJ)

ον, A scalene, τρίγωνον Ti.Locr.98a, Theo Sm.p.113H.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνῐσόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων ἀνίσους πλευράς, Τίμ. Λοκρ. 98Α.

Spanish (DGE)

-ον
geom. escaleno τρίγωνον Ti.Locr.98a
de lados desiguales παραλληλεπίπεδα Theo Sm.p.113.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνισόπλευρος, -ον)
νεοελλ.
(για επίπεδα ή στερεά σχήματα) αυτός που έχει άνισες πλευρές
αρχ.
το σκαληνό τρίγωνο.

Russian (Dvoretsky)

ἀνισόπλευρος: неравнобедренный Plat.