θυμοξάλμη
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
English (LSJ)
ἡ, A drink of thyme, vinegar, and brine, Dsc.5.16.
German (Pape)
[Seite 1224] ἡ, Trank aus Thymian, Essig und Salzwasser, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
θῠμοξάλμη: ἡ, ποτὸν ἐκ θύμου, ὄξους καὶ ἅλμης, Διοσκ. 5. 24.
Greek Monolingual
θυμοξάλμη, ἡ (Α)
ποτό από θυμάρι, ξίδι και άλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον + όξος + άλμη].