ἁμιλλητέον
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
A one must vie, πρόστι Isoc.7.73; Socr.Ep. 31; τινί Isoc.Ep.7.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμιλλητέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ ἁμιλλᾶσθαι, πρός τι Ἰσοκρ. 154Ε.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de ἁμιλλάομαι.
Spanish (DGE)
hay que rivalizar, hay que emular οὐ πρὸς τὴν τῶν τριάκοντα πονηρίαν ἁ. Isoc.7.73, οὐ μόνον ἁ. εἶναι πρὸς τὰ τοῦ ἀδελφοῦ Socr.Ep.31.2, τοῖς καλῶς τὰς πόλεις ... διοικοῦσιν Isoc.Ep.7.7.