ἄγραμμος
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
English (LSJ)
ον, A not on the line, ἄγραμμα ἀφεῖται, of a throw of the dice, counting nothing, Hsch.
German (Pape)
[Seite 22] ohne Linie, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγραμμος: -ον, ὁ μὴ ὢν ἐπὶ τῆς γραμμῆς· ἄγραμμα ἀφεῖται = δὲν ὑπολογίζονται, περὶ τῆς βολῆς τῶν κύβων, «τῇ τῶν βόλων παιδιᾷ οὕτως ἐλέγετο», Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον
fuera de la línea, no en la líneade una jugada nula de dados, Hsch.α 755.