ἐδεσματοθήκη
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
ἡ, A food-hamper, Sch.Od.6.76.
German (Pape)
[Seite 715] ἡ, Speisekammer, Poll. 10, 93.
Greek (Liddell-Scott)
ἐδεσματοθήκη: ἡ, ὀψοφυλάκιον, «κελλᾶρι», Πολυδ. Ι΄, 93, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ζ. 76.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ despensa Sch.Od.6.76.
Greek Monolingual
η (AM ἐδεσματοθήκη)
κελλάρι, αποθήκη τροφίμων.