ἐλελίχθημα
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
ατος, τό, (ἐλελίζω *a) A violent shaking, Hsch.
German (Pape)
[Seite 795] τό, die Erschütterung, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλελίχθημα: τό, (ἐλελίζω) βίαια κίνησις, σεισμός, Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό sacudida violenta Hsch.
Greek Monolingual
ἐλελίχθημα, το (Α)
σεισμός.