ἐμπροίκιος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (προίξ) A given by way of dower, ἐ. δοθῆναι, δεδόσθαι, App.Mith.75, BC1.10; δισμύρια τάλαντα ἐ. Anon.Hist. in Rev.Ét.Gr. 5.321:—also ἔμ-ροικος, ον, Gloss.
German (Pape)
[Seite 817] zur Mitgift gehörig; τὸ ἐμπροίκιον, App. Civ. 1, 10 Mthr. 75.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπροίκιος: -ον, (προὶξ) ὁ διδόμενος ἢ δοθεὶς ὡς προίξ, λέγεται δ’ ἡ πόλις ἐμπροίκιος ὑπὸ Διὸς τῇ κόρῃ δοθῆναι Ἀππ. Μιθρ. 75, Ἐμφύλ. 1. 10.
Spanish (DGE)
-ον
entregado o aportado como dote διδοὺς αὐτῷ ... ἣν ἂν τῶν θυγατέρων ἕλοιτο πρὸς γάμον καὶ δισμύρια τάλαντα ἐμπροίκια Anon.Hist.151.1.5
•subst. τὸ ἐ. dote λέγεται δ' ἡ πόλις ἐ. ὑπὸ Διὸς τῇ Κόρῃ δοθῆναι App.Mith.75, cf. BC 1.10, Orac.Sib.11.288.
Greek Monolingual
ἐμπροίκιος, -ον (Α)
αυτό που δίνεται ή δόθηκε ως προίκα («λέγεται δ' ἡ πόλις ἐμπροίκιον τῇ κόρῃ δοθῆναι», Aππ.).