ἐϋπλυνής
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ές, (πλύνω) A well-washed, well-cleansed, φᾶρος Od.8.392, 425, 13.67,16.173.
Greek (Liddell-Scott)
ἐϋπλῠνής: -ές, (πλύνω) καλῶς πλυθείς, καθαρός, φάρος ἐϋπλυνὴς Ὀδ. Θ. 392, 425., Ν. 67., Π. 173.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
épq.
bien lavé.
Étymologie: εὖ, πλύνω.
Greek Monotonic
ἐϋπλῠνής: -ές (πλύνω), αυτός που έχει πλυθεί καλά, καθαρός, σε Ομήρ. Οδ.