ἔξαρμος
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ον, A with dislocated limbs, v.l. in Lyd.Mag.3.57.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξαρμος: -ον, ἔχων τὰ μέλη ἐξηρθρωμένα, Ἰωάνν. Λυδ. 251. 3.
Greek Monolingual
ἔξαρμος, -ον (Α) αρμός
αυτός που έχει εξαρμοσμένα τα μέλη, ο εξαρθρωμένος.