ἡμίβραχυς
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
εια, υ, in prosody, A half of a short, ἡμιβράχεια (sc. προσῳδία) Sch.D.T.p.207 H.: pl., ἡμιβράχεα, τά, ib.p.208 H.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίβρᾰχυς: υ, κατὰ τὸ ἥμισυ βραχύς, Α. Β. 824.