ἡμίπνοος
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
ον, contr. ἡμίπνους, ουν, A half-breathing, half-alive, Batr.252, Gal.UP6.3.
German (Pape)
[Seite 1169] zsgzgn ἡμίπνους, halb athmend, d. i. halb todt, Batrach. 254.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίπνοος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ πνέων, ζῶν, Βατρ. 255.
Greek Monotonic
ἡμίπνοος: -ον (πνέω), μισοπεθαμένος, αυτός που πνέει, ζει με μισή αναπνοή, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίπνοος: стяж. ἡμίπνους 2 полубездыханный, полумертвый Batr.