ἰσχυροπαίκτης
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
ου, ὁ, A one who plays valiantly, IG14.1535, Delph.3(1).216, Vett.Val.4.17.
Greek Monolingual
ἰσχυροπαίκτης, ὁ (Α)
αυτός που εμφανίζεται σε θεάματα επίδειξης σωματικής ρώμης.