ἰσχητήριος
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
α, ον, (ἴσχω) A astringent, Hp.Loc.Hom.20, cf. Erot.
Greek Monolingual
ἰσχητήριος, -ία, -ον (Α) ίσχω
στυπτικός, στυφός.