ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
Full diacritics: λασκάζει | Medium diacritics: λασκάζει | Low diacritics: λασκάζει | Capitals: ΛΑΣΚΑΖΕΙ |
Transliteration A: laskázei | Transliteration B: laskazei | Transliteration C: laskazei | Beta Code: laska/zei |
λασκάζει (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «φλυαρεῑ, θωπεύει».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λάσκω κατά τα ρ. σε -άζω].