λεπτοκάρυον
From LSJ
φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find
English (LSJ)
[ᾰ], τό, A nut with a thin shell, = Ποντικόν, Id.1.125, cf. Gp.10.3.3, Gal.6.609, 12.15:—hence λεπτο-ύϊνος, = colurnus, Gloss.
German (Pape)
[Seite 30] τό, dünne Nuß, d. i. Haselnuß, Diosc. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτοκάρυον: τό, Ποντικὸν κάρυον, λεπτοκάρυον, κοινῶς «λεφτόκαρο», Τουρκ. «φουντοῦκι», Διοσκ. 1, 179, Γεωπ. 10. 3, 3.