ἀλληλομάχος
From LSJ
Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund
German (Pape)
[Seite 102] Em. für αλληλοφάγος.
Greek Monolingual
ἀλληλομάχος, -ον (Α)
(συνήθως στον πληθυντικό) οἱ ἀλληλομάχοι
αυτοί που μάχονται μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο- + -μαχος (< μάχομαι).
ΠΑΡ. (μσν., νεοελλ.) αλληλομαχία νεοελλ. αλληλομαχώ].
Russian (Dvoretsky)
ἀλληλομάχος: ведущий взаимную борьбу (Arst. - v. l. к ἀλληλοφάγος).