Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
η (Μ ἀλληλομαχία) ἀλληλομάχοςνεοελλ.(ειδικά) διαμάχη ανάμεσα σε δύο αντίθετες ομάδες της ίδιας οικογένειας ή εθνότητας, οικογενειακός σπαραγμός, εμφύλιος πόλεμοςμσν.αμοιβαία μάχη, αμοιβαίος πόλεμος.