ἀπογαλακτισμός
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ὁ, = ἀπογαλάκτισις (weaning), Hp. Dent. 16.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
destete τὰ παρεσθίοντα ἐν τῷ θηλάζειν ῥᾷον φέρει ἀπογαλακτισμόν Hp.Dent.16, καιρὸς ἀπογαλακτισμοῦ Sor.87.5, ἀ. τῶν νηπίων Aët.4.29, cf. Procop.Gaz.M.87.384B.
Greek Monolingual
ο (AM ἀπογαλακτισμός)
η διακοπή του θηλασμού του βρέφους.