κεκράανται
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
v. κραίνω.
Greek (Liddell-Scott)
κεκράανται: κεκράαντο, ἴδε ἐν λέξ. κραίνω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pf. de κραίνω.
English (Autenrieth)
see κεράννῦμι.
Greek Monotonic
κεκράανται: -αντο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. του κραίνω.
Russian (Dvoretsky)
κεκράανται: (ρᾱ) эп. 3 л. pl. pf. pass. к κραίνω.