ἀδρανία
From LSJ
English (LSJ)
v. ἀδράνεια.
Spanish (DGE)
(ἀδρᾰνία) -ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη A.R.2.200, Call.Fr.730, AP 6.296 (Leon.), Nonn.D.24.171; ἀδράνεια Simp.in Cael.136.30, Iust.Nou.102.3
1 debilidad τρέμε δ' ἅψεα ... ἀδρανίῃ γήραι τε A.R.l.c., ἐκ γήρως δ' ἀδρανίῃ δέδεται AP l.c., cf. Call.l.c.
•fig. debilidad de espíritu, apatía de Atenas, Demetr.Eloc.285, οὔτε ἐμοῦ ῥαθυμίαν ἢ ἀδρανίαν καταγνώσονται Hdn.2.10.8, οὐ χάριν ἀδρανίης πειθήμων Nonn.l.c., cf. Iust.l.c.
2 fil. inactividad τοῦ μὴ ὄντος Simp.l.c.