Κεφαλληνία
From LSJ
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
English (LSJ)
ἡ, Cephallenia, Hdt. 9.28.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Céphallénia, île de la mer Ionienne.
Étymologie: Κεφαλλήν.
Russian (Dvoretsky)
Κεφαλληνία: ион. Κεφαλληνίη ἡ Кефалления (остров Ионического моря) Her. etc.