κοτυλίσκιον
From LSJ
ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
English (LSJ)
τό, v. κοτυλίσκος.
Greek Monolingual
κοτυλίσκιον, τὸ (Α) κοτύλη
ο κοτυλίσκος.
Russian (Dvoretsky)
κοτῠλίσκιον: τό маленькая чашечка Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοτυλίσκιον -ου, τό, demin. van κοτύλη, bekertje.